τηβέννου

τηβέννου
τήβεννος
toga
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κανδιδάτος — κανδιδᾱτος, ὁ (AM) αξιωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. candidatus < candidus «λευκός», λόγω τής λευκής τηβέννου που φορούσαν οι αξιωματούχοι] …   Dictionary of Greek

  • κολόβιο — το (AM κολόβιον) νεοελλ. κοντό ένδυμα, χωρίς μανίκια για το άνω μέρος τού κορμού, γιλέκο ή κοντομάνικο πουλόβερ μσν. αρχ. είδος χιτωνίσκου με κοντά μανίκια ή και χωρίς μανίκια αρχ. είδος τηβέννου τών συγκλητικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κολόβιος <… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • όμφαξ — ο, η (ΑΜ ὄμφαξ, ακος, ἡ και σπαν. ὁ) παροιμ. φρ. «ὄμφακές εἰσιν» (από τον Αισώπειο μύθο) λέγεται για πράγματα που, ενώ θεωρούνται ανέφικτα και αδύνατα, προσποιείται κάποιος ότι τα περιφρονεί και γι αυτό δεν τα επιχειρεί μσν. αρχ. άγουρη ρώγα ή… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”